- θερμοπλαστικές ύλες
- Ονομασία όλων των υλών που βρίσκονται στη στερεά κατάσταση σε συνήθη θερμοκρασία, αλλά μαλακώνουν με θέρμανση. Οι ύλες αυτές μπορούν εύκολα να υποστούν κατεργασία και να αποκτήσουν διάφορα σχήματα, τα οποία διατηρούνται έως μία καθορισμένη για κάθε ύλη θερμοκρασία (π.χ. κεριά, βούτυρο, σκληρά λίπη κλπ.). Στη βιομηχανία πλαστικών, ο όρος εφαρμόζεται στις πολυμερείς ρητίνες ή στα πλαστικά που μπορούν να διαπλαστούν σε θερμοκρασία δωματίου ή με ήπια θέρμανση και μαλακώνουν με μεγαλύτερη θέρμανση (π.χ. το νάιλον, το πολυστυρένιο και το πολυαιθυλένιο). Μερικές θ.ύ. μπορούν με την επίδραση ορισμένων παραγόντων, όπως για παράδειγμα η ακτινοβολία υψηλής ενέργειας, να γίνουν αδιάλυτες, άτηκτες και να αποκτήσουν μόνιμη σκληρότητα (π.χ. ο πηλός, το πολυαιθυλένιο και το καουτσούκ).
Dictionary of Greek. 2013.